- σιταρχία
- και σιταρκία, ἡ, ΜΑ [σιταρχῶ]η τροφοδοσία, η παροχή τροφήςαρχ.1. το αξίωμα τού σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.)3. η πληρωμή σε είδος, τα παρεχόμενα τρόφιμα («δεηθεὶς τῆς ἀναγκαίας τροφῆς ἤτοι σιταρχίας», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.